Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

Πλουτίζω το λεξιλόγιό μου


επιβατηγός -ή -ό [epivatiγós] E1 : (λόγ.) (για μεταφορικό μέσο) επιβατικός. (ως ουσ.) το επιβατηγό, επιβατικό μεταφορικό μέσο. [λόγ. < ελνστ. ἐπιβατηγός (ενν. ναῦς) `πολεμικό πλοίο που μεταφέρει στρατιώτες΄]

επιβατικός -ή -ό [epivatikós] E1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον επιβάτη, ιδιαίτερα για μεταφορικό μέσο που προορίζεται για μεταφορά επιβατών· (πρβ. φορτηγό): Tο επιβατικό αυτοκίνητο / πλοίο / τρένο / αεροπλάνο. Tο επιβατικό κοινό, το σύνολο των επιβατών: H απεργία των οδηγών των λεωφορείων ταλαιπώρησε αφάνταστα το επιβατικό κοινό. [λόγ. < ελνστ. ἐπιβατικός `που αναφέρεται στους επιβάτες΄ & σημδ. αγγλ. passenger]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου